Κυριαρχεί ο λαϊκισμός, των πολιτικών ελίτ καί μέρους της κοινωνίας που είναι επιρρεπής στην δημαγωγία.
Η ανάγνωση του ευρωπαϊκού “γίγνεσθαι” συνωστίζεται μεταξύ “ευρωλάγνων” και “δραχμολάγνων”.
Αν ασκήσει κανείς κριτική στην εμετική ευρωγραφειοκρατία και την αδιαφορία για το αν υφίσταται πεδίο οφέλους για τα εθνοκράτη που απαρτίζουν τήν ΕΕ και πρωτίστως για την ευημερία των κοινωνιών, σε εγκαλεί η περισπούδαστη ελίτ ως “εθνικολαϊκιστή”.
Πρόκειται για την έσχατη ανοησία και φαρισαϊκή ηθική για μια “λευκη κορδέλα” των θιασωτών της πολιτικής ορθότητας, ως αν το μια οικογένεια να επιδιωκει να έχει μέλλον και πατρίδα με στοιχεία κοινωνικής συνοχής και πολιτισμικής ταυτότητας, είναι …φρικαλέο.
Στον αντίποδα, οι “επαναστάτες” αντιευρωπαϊστές, που δεν βλέπουν τίποτα και επί της ουσίας αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Τούτοι δω, αγνοούν την συνδρομή της ΕΕ (πχ προγράμματα ΕΣΠΑ) στην συγκρότηση μια δημόσιας διοίκησης και της υπάρχουσας παραγωγικής δυναμικής.
Αποδίδουν την κακοδιαχείριση της εκάστοτε κομματικής νομενκλατούρας, του κράτους-δυνάστη δηλαδή στην “κακιά” Ευρώπη.
Άν αντιπαραθέσει αυτές τις απόψεις κανείς, θα βρεθεί στο στρατόπεδο των “προθύμων” που θεωρούν τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες βορά-νότου, επουσιώδεις και ανάγουν τα ευρωπαϊκά ιερατεία σε “θεότητες”.
Η πολιτική έχει υποκατασταθεί από τα μαθηματικά, από τις “δεξιότητες” την στείρα αντίληψη των πραγμάτων και τον οπαδικό λόγο.
Κυβέρνηση που να αρθρώνει λόγο με όρους αλλαγής αυτής της κατάστασης μη όντας “υπόχρεη” αλλά παράλληλα να διεκδικεί παρουσία σε ένα ισχυρό ευρωπαϊκό πλαίσιο με όρους συμπολιτείας και σεβασμού των εθνοκρατών, δεν υπάρχει στον ορίζοντα.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός έχει υποκατασταθεί από τον εθνομηδενισμό και την νεοφιλελεύθερη υστερία που αντιπαρατίθεται στην ψευδοαριστερή και υποκριτική επαναστατικότητα αλά μαδούρο.
Και φυσικά, καιροφυλακτούν τα άκρα να καλύψουν το κενό πολιτικής.
Υπάρχουν βεβαίως κι άνθρωποι που έχουν το γνώθι σαυτόν και τουλάχιστον φροντίζουν να ενημερωθούν επαρκώς, ειδικότερα για ζητήματα που δεν κατέχουν ή έστω να μην φορούν παρωπίδες.
Απλά δεν είναι (και δεν θα γίνουν ποτέ) θορυβώδεις…
Ίσως να φταίει και το γεγονός ότι όλοι, λίγο-πολύ, “ζυμωθήκαμε” (αθάνατη κομματική αργκό) στη λογική της ‘’ανωτερότητας μας έναντι όλων των άλλων’’.
Τόσο πολύ, που εν τέλει η άποψη αυτή οδήγησε κάθε έναν μας ξεχωριστά, με το πρόσχημα ότι οι απόψεις του στοχεύουν ακριβώς σε αυτή την διαιώνιση της ‘’ανωτερότητας’’, να αυτοαναγορευθεί σε αυθεντία.
Η τελευταία, εξελιγμένη version είναι ότι κάθε Έλληνας κρύβει μέσα του έναν πρωθυπουργό, έναν προπονητή και έναν εραστή.
Ξέρει δηλαδή τι χρειάζεται η Ελλάδα για να γίνει υπερδύναμη, τι πρέπει να γίνει για να πάρει η ομάδα του το ευρωπαϊκό και φυσικά έχει ανακαλύψει αυτό που δεν μπόρεσε ο Φρόυντ – το τι θέλουν οι γυναίκες.
Αυτό μέχρι ενός σημείου έχει και μια νοσταλγικά γλυκόπικρη πλευρά, η οποία θα μπορούσε από έναν ανεξάρτητο παρατηρητή να αξιοποιηθεί και λαογραφικά, ιδιαίτερα στο σκέλος όπου η συντριπτική πλειοψηφία των πρωταγωνιστών καταλήγουν πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Εκτός κι αν ξυπνήσουμε κάποτε και συνειδητοποιήσουμε κάτι πολύ απλό, ότι δηλαδή στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν κακόμοιροι και δυστυχισμένοι πολίτες, αλλά εγκληματικά αφελείς και αμετανόητοι ψηφοφόροι.