Πάντα θεωρούσα τον ιστορικό του μέλλοντος σαν το στέλεχος εκείνο μια επιχείρησης που είναι επιφορτισμένο με την ευθύνη να διαλέξει τα στελέχη που θα την στελεχώσουν. Κρατά στα χέρια του μια σελίδα με τίτλους σπουδών και προϋπηρεσία και έχει απέναντί του ένα συνήθως αγχωμένο πρόσωπο.Και με βάση αυτά πρέπει να αποφασίσει εάν είναι κατάλληλος ή όχι. Χωρίς να γνωρίζει πως ήταν στις προηγούμενες δουλειές του ή πως ήταν η διαγωγή του στις πανεπιστημιακές αίθουσες.
Κάπως έτσι και ο συγκεκριμένος ιστορικός έχει τις φωτογραφίες του αντικειμένου έρευνας, αναφορές των σύγχρονών του και πρέπει με αυτά τα εργαλεία να το τοποθετήσει στην κατάλληλη θέση για τις μέλλουσες γενιές. Σχεδόν αποστειρωμένα. Χωρίς να μπορεί να έχει την αίσθηση της εποχής ή να νιώθει την επίδραση του στις καρδιές και στις ζωές όσων είχαν την ευκαιρία να ζήσουν κοντά του.
Και έτσι ο ιστορικός γίνεται μοιραία άδικος καθώς δεν μπορεί να αποδώσει την πλήρη εικόνα του αντικειμένου του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Νίκος Μπελογιάννης. Η εύκολη ανάγνωση για τη ζωή ενός εκ των μεγαλύτερων αγωνιστών του κομμουνιστικού κινήματος κάνει λόγο για ένα ανήσυχο πνεύμα από τα σχολικά του χρόνια. Συνεχίζει την περιπετειώδη ζωή του σε φυλακές, εξορίες και βασανιστήρια στην ασφάλεια Πατρών ως αποτέλεσμα της ένταξής του στο ΚΚΕ και της συνακόλουθης δράσης του. Τον «σώζει» ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή καθώς θα βρει την ευκαιρία να ανέβει στο βουνό και να γίνει καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ.
Η δράση του τερματίζεται περίπου ένα χρόνο πριν το τέλος του εμφυλίου όταν συλλαμβάνεται για μια τελευταία φορά. Το τέλος του Μπελογιάννη θα έρθει στις 4.10΄ ξημερώματα Κυριακής 30 Μαρτίου 1952 με μια σφαίρα στο Γουδή.
Ο ιστορικός κλείνει τα βιβλία του καθώς δεν μπορεί να δώσει κάτι παραπάνω.
Να αποδώσει αυτό που ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης.
Ένας ιδεαλιστής αγωνιστής που έζησε και πέθανε στρατευμένος μέχρι την τελευταία στιγμή στις αρχές του κόμματος που ενέπνευσε τα ιδανικά του. Ένας άνθρωπος που ακόμη και την ίδια στιγμή της έξαρσης του αδελφοκτόνου πολέμου οραματιζόταν την εθνική συμφιλίωση και έθεσε τον εαυτό στην υπηρεσία αυτού του σκοπού.
Άρχισε τις επαφές με όλες τις πλευρές για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα επούλωναν τις πληγές στο σώμα της πατρίδας του. Αλλά φευ, ο προγραμματισμός του ήταν παντελώς αντίθετος με την κυριαρχούσα παγκόσμια τάση. Αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι ενώ φαινομενικά και οι δύο πλευρές ενθάρρυναν τις κινήσεις του Μπελογιάννη, στο παρασκήνιο έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να μην έχουν αποτέλεσμα. Ακόμη και την έσχατη στιγμή της επαναληπτικής δίκης το 1952 οι στρατοδίκες – που σύμφωνα με πολλούς έπαιρναν γραμμή από κέντρα πέραν του Ατλαντικού – αγνόησαν τις εκκλήσεις από όλο τον κόσμο και έστειλαν τον Μπελογιάννη στο απόσπασμα. Αλλά και οι «δικοί» του φρόντισαν να σφραγίσουν την τύχη του από τον αέρα των ερτζιανών. Η «Φωνή της Αλήθειας» το ραδιόφωνο-όργανο του ΚΚΕ και κατά συνέπεια της Σοβιετικής Ένωσης θα μεταδώσει ότι η τάση που επικρατεί είναι «παραμένουμε με τα όπλα παρά πόδας». Στο άκουσμα της προτροπής αυτής ο Μπελογιάννης πάγωσε περισσότερο και από το μάτι του στρατιώτη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Μπελογιάννης όπως και ο Βελουχιώτης κάποια χρόνια νωρίτερα έπεσε θύμα της αλλαγής των σχέσεων ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Οι κοσμοκράτορες δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ιδεαλιστές να πρωταγωνιστήσουν στο σκηνικό που είχαν με κόπο διαμορφώσει. Έτσι χάθηκε μια σεπτή πολιτική μορφή που θα μπορούσε να κλείσει το χάσμα που δημιουργούσαν οι πολιτικές αγκυλώσεις εκατέρωθεν. Δημιουργήθηκε όμως ένας ήρωας. Όχι μόνο της εργατικής τάξης. Αλλά όσων δεν θα πάψουν ποτέ να στρατεύονται σε υψηλότερα ιδανικά και να υπηρετούν τον λαό με όποιο κόστος και αν καλούνται να πληρώσουν. Και μια εικόνα που θα μένει ανεξίτηλα χαραγμένη. Ο 37χρονος Νίκος Μπελογιάννης να παρακολουθεί τους στρατοδίκες άψογα ντυμένος με χαρακτηριστική ευπρέπεια και ψυχραιμία κρατώντας ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι.
Τού φίλου δημοσιογράφου Νίκου Βλάχου