Οι σχέσεις της πολιτικής με την οικονομία έχουν μια διαλεκτική δυναμική.
Η οικονομία, το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, διαμορφώνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρα το πολιτικό υποκείμενο.
Από την άλλη, η οικονομική πολιτική επιδρά στις οικονομικές σχέσεις και επιταχύνει ή επιβραδύνει τις οικονομικές νομοτέλειες.
Η συσσώρευση του κεφαλαίου που έχει επιτευχθεί σήμερα κινείται σε ασύλληπτες διαστάσεις, το ίδιο και η παραγωγικότητα της εργασίας .
Οι αντιθέσεις -ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, ατομική ιδιοποίηση του παραγόμενου κοινωνικού εμπορεύματος, συσσώρευση πλούτου και δύναμης στον ένα πόλο της αντίθεσης και εξάπλωση της απόλυτης και σχετικής εξαθλίωσης στον άλλο-, εμφανίζονται σήμερα με ιδιαίτερη οξύτητα.
Γι’ αυτό και το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων , η βίαιη επίλυση των αντιθέσεων που έχουν συσσωρευτεί στο εσωτερικό του συστήματος και απειλούν τις ισορροπίες του, είναι σήμερα περισσότερο καταστρεπτικό, βίαιο και μακροχρόνιο σε σχέση με το παρελθόν.
Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929, δεν ξεπεράστηκε παρά με τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τον καταστρεπτικότερο πόλεμο που υπήρξε ποτέ στον πλανήτη, ένα πόλεμο που άφησε πίσω του 50 εκατομμύρια νεκρούς και μία τεραστίων διαστάσεων καταστροφή κεφαλαίου και υποδομών, ειδικά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στο έδαφος της οποίας εξελίχθηκαν οι μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις.
Η σημερινή κρίση που εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ και εξαπλώθηκε στη συνέχεια κατά παλιρροϊκά κύματα σε όλο τον κόσμο, οκτώ χρόνια μετά, δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί.
Ιδιαίτερα πλήττεται η ευρωπαϊκή οικονομία – με τις χώρες της νότιας Ευρώπης να αποτελούν τα μεγάλα θύματα της κρίσης και της πολιτικής του Βερολίνου να εξάγει την κρίση σ΄ αυτές – καθώς και οι Βραζιλία, Ρωσία, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας παρουσιάζουν σαφή υποχώρηση.
Η μόνη εξαίρεση στον κυκεώνα της κρίσης παρουσιάζεται σήμερα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας, το γ΄ τρίμηνο του 2014, σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2013, η οικονομία της χώρας εμφάνισε εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης 5%.
Το θέμα σίγουρα θέλει παρακολούθηση, για να διαπιστωθεί αν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, ή αν έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Από την άλλη μεριά ο “διαφορετικός” τρόπος διαχείρισης της κρίσης στις δύο πλευρές του ατλαντικού, έχει μπει στη διελκυστίνδα της προεκλογικής αντιπαράθεσης, με το Σύριζα να τάσσεται υπέρ της οικονομικής πολιτικής που χαράσσει η αμερικανική κυβέρνηση και τη ΝΔ να παραμένει προσκολλημένη στο γερμανικό οικονομικό δόγμα της λιτότητας.
Επί τέσσερα και πλέον χρόνια, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed), παρέμβαινε σε μηνιαία βάση στην αγορά ομολόγων ρίχνοντας 85 δις. δολάρια για να “αγοράσει” από τις τράπεζες “τοξικά” ομόλογα, η ομόλογα σκουπίδια.
Ουσιαστικά πρόκειται για κοπή νέου χρήματος, το οποίο κατέληξε στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών, με τις τελευταίες να “πωλούν ” στη Fed ομόλογα που στην αγορά δεν άξιζαν ούτε σεντς .
Η τεραστίων διαστάσεων αυτή κρατική ρύθμιση, με τη μορφή της πριμοδότησης των τραπεζών, ξεπέρασε τα 5 τρις. δολάρια, τα οποία μετακυλήθηκαν στο κρατικό χρέος των ΗΠΑ και άρα στους Αμερικάνους εργαζόμενους.
Η πρόταση του Σύριζα, περί αντιμετώπισης της “ανθρωπιστικής κρίσης”, διατήρησης του επιπέδου της λιτότητας στα σημερινά επίπεδα, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, και γενικότερα διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης ( δεν προχωρούμε σε ιδιωτικοποιήσεις, αλλά δεν αμφισβητούμε και όσες έγιναν), παρ’ ότι συντηρητική στο σύνολο της, δεν έχει το στοιχείο του ρεαλισμού.
Και δεν είναι ρεαλιστική, όχι γιατί είναι πολύ τολμηρή, αλλά γιατί η ηγετική του ομάδα πιστεύει ότι θα την εφαρμόσει σε συνθήκες ταξικής συνεργασίας, τάσσεται δηλαδή υπέρ της συνεργασίας των τάξεων στο εσωτερικό της χώρας και της παροχής δεσμεύσεων προς το “ευρωπαϊκό ιερατείο”, ότι η πολιτική της πρόταση θα κινηθεί αυστηρά εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, της ευρωζώνης και του ευρώ.
Κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, ότι οι ηγετικοί κύκλοι της ΕΕ, δεν επιβάλλουν πολιτικές σκληρής λιτότητας σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, επειδή είναι χαιρέκακοι και αιμοδιψείς, αλλά επειδή η συγκεκριμένη πολιτική, είναι η μόνη ρεαλιστική για τη διατήρηση της συνοχής της ΕΕ και της ανταγωνιστικής της θέσης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας στο διεθνή στίβο.